- κοιμηθείς
- κοιμάωlullaor part pass masc nom/voc sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SCYPHIUS — vocari traditur primus ille equus, qui natus est e Neptuni semine in saxo dormientis, atque ideo Petraei dicti. Pindari Scoliastes enarrans, quorsum Petraeus appelletur Neptunus, Pythiâ quartâ: Ε᾿πίθετον Ποσειδῶνος ὁ πετραῖος φασὶ δὲ καὶ αγῶνα… … Hofmann J. Lexicon universale
επαναπίπτω — και ξαναπέφτω (AM ἐπαναπίπτω) ξαναγυρίζω στην προηγούμενη κατάστασή μου, ξαναπέφτω μσν. αρχ. 1. ξαπλώνομαι, πλαγιάζω πάνω σε κάτι («φύλλοις ῤόδων ἐπαναπεσών καὶ κοιμηθεὶς ἐπ αὐτῶν», Αιλ.) … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
ՆՆՋԵՄ — (եցի.) NBH 2 0433 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ն. κοιμάομαι (լծ. քնիլ, քունել), κοιτάζομαι (լծ. խշտիք). cubo καθεύδω, ὐπνόω, νυστάζω dormio, dormito. Նինջ առնուլ. ʼի քուն լինել կամ մտանել. քունել. պառկիլ, քուն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
σέρνω — έσυρα, σύρθηκα, συρμένος 1. έλκω, τραβώ: Τα βόδια σέρνουν το αλέτρι. 2. μετακινώ κάτι συρτά πάνω στο έδαφος: Σέρνει τα πόδια του από την κούραση. – Σύρθηκε στο χώμα με την κοιλιά του. 3. μτφ., κακολογώ, εξυβρίζω: Νομίζει πως είναι φίλος του, αλλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυχερό — το 1. αυτό που εξαρτιέται, που διέπεται από την τύχη: Τυχερό σου ήταν να σβήσει το φως και να κοιμηθείς νωρίς. 2. η τύχη, το γραφτό, το ριζικό, η μοίρα: Ήταν τυχερό του να γλιτώσει από τέτοιο σεισμό. 3. στον πληθ., τυχερά τα απρόβλεπτα κέρδη:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)